ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ:
Παρουσιάστηκε καθαρά πριν οχτώ – εννιά χρόνια, δώδεκα ώρα τη νύχτα, στον Δημήτρη Κακαβούλα. Με το μηχανάκι του ερχόταν από τη Λεπενού προς το σπίτι του στη Λαγκάδα. Το είδε στη μέση του δρόμου. Σε απόσταση τριάντα, σαράντα μέτρα. Τόσο κοντά. Είχε ύψος στο ένα μέτρο, μεγάλα μαύρα γένια και μακριά μαύρα μαλλιά. Έπεσε πάνω του το φως από το μηχανάκι. Φρενάρισε. Σταμάτησε το παιδί. Κι από το φόβο του έσβησε το μηχανάκι. Γύρισε και πήγε στο χωριό. Δεν πήγε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Και οι παλιότεροι έλεγαν για το πλάσμα. Υπάρχουν πολλές τέτοιες αφηγήσεις. Αλλά ο τριανταεξάχρονος σήμερα κτηνοτρόφος Αντώνης Βαμβακάς στηρίζεται στις μαρτυρίες των πέντε φίλων του, που συζήτησε ο ίδιος μαζί τους. Προτιμάει να μιλάει για «σίγουρα πράματα», λέει ο Αντώνης. «Εμείς ξέραμε από πριν ότι βγαίνει, αλλά δεν ήταν τεκμηριωμένο. Δεν ήταν σίγουρο. Στο παιδί, βγήκε ακριβώς μπροστά του».